Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011

Ρωμηοί και Άραβες σε σχέση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο


του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Δημοσιεύουμε, όπως είχαμε υποσχεθή, στο παρόν τεύχος το πρώτο κεφάλαιο της εισηγήσεως του Σεβασμιωτάτου στην Αίθουσα Χειρογράφων της Πατριαρχικής Βιβλιοθήκης στην Πόλη. Η δημοσίευση θα ολοκληρωθή σε τρεις συνολικά συνέχειες.
* *















Κατ’ αρχάς θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο για την τιμή που μου έκανε να με προσκάλεση να ομιλήσω στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ενώπιον τόσου εκλεκτού ακροατηρίου, οπότε οι ευθύνες μου είναι μεγάλες και δεν γνωρίζω αν θα μπορέσω να ανταποκριθώ σε αυτές. Ζητώ την κατανόησή σας και την συγγνώμη σας, κυρίως του Οικουμενικού μας Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου.
Το θέμα που επέλεξα να παρουσιάσω είναι «Ρωμηοί και Άραβες, σε σχέση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο».
Και οφείλω να διευκρινίσω ότι οι Ορθόδοξοι Άραβες είναι αραβόφωνοι Ρωμηοί. Κατά τις συνεχείς επισκέψεις μου στην Μέση Ανατολή διεπίστωσα ότι πολλοί από αυτούς θεωρούσαν ότι είναι Ρωμηοί και εκαυχώντο γι' αυτό. Όμως στις πρώτες ενότητες της διαλέξεως αυτής θα αναφερθώ στις σχέσεις μεταξύ των Ρωμηών και των Αράβων Μουσουλμάνων, ενώ στην τρίτη ενότητα θα αναφερθώ στην σχέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και προς τους Άραβας Μουσουλμάνους και προς τους αραβόφωνους Ρωμηούς.

1. Ρωμηοί και Άραβες

Μεχρι τον 16ο αιώνα η Αυτοκρατορία με έδρα την Κωνσταντινούπολη λεγόταν Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία η Ρωμανία, οι δε κάτοικοί της λέγονταν Ρωμαίοι η Ρωμηοί. Κείμενα του 14ου αιώνος που έχω υπ όψη μου από την αιχμαλωσία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στην Μικρά Ασία, χαρακτηρίζουν τούς Ορθοδόξους ως Ρωμαίους. Το δε γένος δεν λεγόταν Ελληνικό η Βυζαντινό, αλλά γένος των Ρωμαίων. Πρώτη φορά στην ιστορία ονομάσθηκε η Αυτοκρατορία Βυζαντινή τον 16ο αιώνα και εκείνος που την «βάπτισε» με αυτό το όνομα είναι ο ιστορικός Ιερώνυμος Βολφ το 1562 μ.Χ.
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία καθ' όλη την διάρκεια της ιστορικής της διαδρομής είχε να αντιμετωπίση διάφορα προβλήματα από τους Πέρσες κατ' αρχάς και τους Άραβες στην συνέχεια. Ας δούμε λίγο αυτό το γεγονός.
Άραβες λέγονται οι κάτοικοι της Αραβικής χερσονήσου που είναι η πλέον εκτεταμένη χερσόνησος στον κόσμο και περιλαμβάνει σήμερα τα Κράτη Σαουδική Αραβία, Υεμένη, Ομάν, Ασκάτ, Κουβέϊτ, Κατάρ, Ακτή Πειρατών, Νήσους Μπαχρέϊν και Άντεν. Επίσης Άραβες λέγονται γενικότερα όσοι προέρχονται από τον λαό αυτό η όσοι φέρουν την σφραγίδα του πολιτισμού των λεγομένων σήμερα Αραβικών Χωρών που βρίσκονται στην Εγγύς Ανατολή και την Βόρειο Αφρική. Στους Άραβες συγκαταλέγονται και οι εξαραβισθέντες που ανήκουν σε άλλους λαούς.
Η αραβική ιστορία χωρίζεται στην προϊσλαμική περίοδο, η οποία συνήθως από μουσουλμανικά κείμενα τιτλοφορείται ως «χρόνος αγνωσίας», «αμαθείας», «βαρβαρότητας», και την ισλαμική περίοδο. Στην Αραβία κατά την προϊσλαμική περίοδο παρατηρούμε πολυθεϊστικά στοιχεία, καθώς και διείσδυση του Χριστιανισμού με την μορφή του Αρειανισμού, Νεστοριανισμού και Μονοφυσιτισμού. Ο Μωάμεθ επέτυχε την ενότητα των Αράβων και από αυτόν αρχίζει η έναρξη και η επέκταση της Αραβικής Αυτοκρατορίας.
Κατά συνέπεια, ο Μωαμεθανισμός που εμφανίσθηκε τον 7ο μ.Χ. αιώνα στα ανατολικά μέρη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στην Αραβία, είχε επηρεασθή σημαντικά από παραδόσεις ιουδαϊκές, χριστιανικές –κυρίως μονοφυσιτικές– και από διάφορα γηγενή στοιχεία. Παντως, όταν εμφανίσθηκε ο Μωαμεθανισμός θεωρήθηκε από τούς θεολόγους της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως μια αίρεση χριστιανική, ακριβώς γιατί είχε προσλάβει μερικά χριστιανικά στοιχεία.
Ο Καθηγητής Δημήτριος Πάλλας παρατηρεί ότι η Ορθόδοξη πίστη συνδέθηκε με την Ρωμαϊκή Αυτοκρατατορία, το λεγόμενο Βυζάντιο, ενώ οι αιρετικές αποκλίσεις από την Ορθοδοξία οδηγήθηκαν προς την περιφέρεια της Αυτοκρατορίας. Έτσι, ο αρειανισμός περιορίσθηκε στους Γότθους και βγήκε από τα όρια του Βυζαντίου, προς δυσμάς, ενώ οι μονοφυσιτικές τάσεις επικράτησαν στις ανατολικές περιφέρειες της Αυτοκρατορίας «και τελικά το μεγαλύτερο μέρος από τους μονοφυσίτες προσχώρησε στο Ισλάμ», και όπως παρατηρεί «το ισλαμικό " Ιλ Αλλάχ" –"¨Ένας Θεός"- ήταν ο αλαλαγμός "Εις Θεός" των μονοφυσιτών».
Αυτός είναι ο λόγος που ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στο σύγγραμμά του «περί αιρέσεων» κατέταξε τον Μουσουλμανισμό –τούς ονομάζει Ισμαηλίτες– στις αιρέσεις του Χριστιανισμού, μαζί με τούς Μονοθελήτες και γράφει: «Έστι δε και η μέχρι του νυν κρατούσα λαοπλάνος θρησκεία των Ισμαηλιτών, πρόδρομος ούσα του Αντιχρίστου. Κατάγεται δε από Ισμαήλ, του εκ της Αγάρ τεχθέντος τω Αβραάμ, διόπερ Αγαρηνοί και Ισμαηλίται προσαγορεύονται. Σαρακηνούς δε αυτούς καλούσιν, ως εκ της Σαρρας κενούς...».
Στην συνέχεια γράφει ότι αυτοί οι Αγαρηνοί –εννοεί προφανώς τους Άραβες– έγιναν ειδωλολάτρες και προσκύνησαν το φωτεινό αστέρι Αφροδίτη, οπότε «έως μεν, ουν των Ηρακλείου χρόνων προφανώς ειδωλολάτρουν», μετά όμως την εμφάνιση του «Μαμέδ», δηλαδή του Μωάμεθ, ο οποίος μελέτησε την Παλαιά και Καινή Διαθήκη «ομοίως δήθεν Αρειανώ προσομιλήσας μοναχώ, ιδίαν συνεστήσατο αίρεσιν». Στην συνέχεια ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αναφέρεται στην διδασκαλία του Κορανίου για τον Θεό, τον Χριστό, την Μαρία, την αδελφή του Μωϋσή, τον Ααρών και την Παναγία και σχολιάζει και άλλες απόψεις του Κορανίου.
Είναι γνωστόν ότι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (675-740 μ.Χ.) έζησε την περίοδο της εμφανίσεως του Μωαμεθανισμού και επειδή ζούσε στην Δαμασκό ήλθε σε άμεση επαφή με τους Άραβες και γνώρισε το Κοράνιο, γι' αυτό και χρησιμοποιεί τμήματά του.
Αργότερα δε τον 9ο αιώνα μ.Χ. ο Μωαμεθανισμός που προσέλαβε με τον σουφισμό αρχαιοελληνικά και ορθόδοξα μοναχικά στοιχεία, πλησίασε περισσότερο προς τον Χριστιανισμό.
Ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων κ. Αναστάσιος στο ειδικό σύγγραμμά του για το Ισλάμ καταλήγει στην διαπίστωση, από διάφορες μελέτες, ότι οι ρίζες του Ισλάμ βρίσκονται σε τρία βασικά θρησκευτικά στρώματα τα οποία έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση του Ισλαμισμού. Το πρώτο στρώμα από το οποίο αντλήθηκαν στοιχεία ήταν η αραβική θρησκεία που υπήρχε στον χώρο της Αραβίας και διακρίνονταν από τα πολυθεϊστικά στοιχεία με μερικές «ενοθεϊστικές και μονοθεϊστικές τάσεις». Το δεύτερο βασικό θρησκευτικό στρώμα ήταν η Ιουδαϊκή θρησκεία και παράδοση, και προέρχονταν από τους Ιουδαίους που δραστηριοποιούνταν στην χερσόνησο της Αραβίας. Το τρίτο βασικό θρησκευτικό στρώμα που επηρέασε τον Ισλαμισμό ήταν, όπως υποστηρίχθηκε και πιο πάνω, «ο χριστιανισμός εις παρεφθαρμένην κυρίως μορφήν», και εννοούνται οι Χριστιανικοί πληθυσμοί της Συρίας και της Μεσοποταμίας που είχαν επηρεασθή από τον Μονοφυσιτισμό και τον Νεστοριανισμό, αφού στους Αραβες ανέπτυξαν ιεραποστολική δραστηριότητα οι Μονοφυσίτες και οι Νεστοριανοί. Μάλιστα τον ΣΤ αιώνα μ.Χ. στο νότιο τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ολόκληρες αραβικές φυλές ασπάσθηκαν τον Χριστιανισμό «και ίδρυσαν δύο χριστιανικά αραβικά κράτη». Το ένα ήταν το κράτος των Γασανιδών που βρισκόταν ανατολικά της Παλαιστίνης και δέχθηκε τον Μονοφυσιτισμό, και το άλλο ήταν το κράτος των Λαχμιδών, που βρισκόταν κοντά στον Ευφράτη και προσεχώρησε στον Νεστοριανισμό.
Το σημαντικό είναι ότι ο Μωάμεθ είχε καλή ιδέα για τούς Ρωμηούς, τους Χριστιανούς του Βυζαντίου. Μαλιστα στο Κοράνιο και συγκεκριμένα στο 30ο κεφάλαιό του ο Μωάμεθ γράφει για την προσωρινή πτώση των Ρωμαίων στούς Περσας, στην Μεση Ανατολή, και «προφητεύει» τον τελικό θρίαμβό τους. Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο γράφεται:
«Εν ονόματι του οικτίρμονος και ελεήμονος Θεού. Αλέφ, Λαμ, Μιμ. Ενικήθησαν οι Έλληνες (ο Γεράσιμος Πεντάκης την φράση του Κορανίου "Γούλιπατ-ερ- Ρούμ", δηλαδή "Ενικήθησαν οι Ρωμαίοι-Ρωμηοί", την μεταφράζει ως "Ενικήθησαν οι Έλληνες"). εν τινι χώρα εγγύς της ημετέρας. Πλην μετά την ήτταν ταύτην, και ούτοι θα νικήσωσιν, εντός ολίγων ετών. Τα πράγματα, είτε πριν, είτε μετά, εξαρτώνται παρά του Θεού. Εν τη ημέρα εκείνη οι πιστοί αγαλλιάσονται, δια την νίκην, ήτις τελεσθήσεται τη βοηθεία του Θεού. Ούτος συντρέχει ον βούλεται, ων κραταιός και πολυέλαιος. Αύτη εστιν η επαγγελία του Θεού, ούτος δεν αρνείται τας εαυτού επαγγελίας, αλλ' οι πιστοί ουκ οίδασι τούτο. Κατανοούσιν εν τω κόσμω τούτω ο,τι υποπίπτει εις τας αισθήσεις, πλην δεν σκέπτονται περί της μελλούσης ζωής» (Κοράνιον, κεφ. Λ', στ. 1-6).
Σημαντικά είναι τα όσα υποστηρίζει ο Αλύ Νουρ στην διδακτορική διατριβή του με τίτλο «Το Κοράνιο και το Βυζάντιο». Ερμηνεύοντας αυτό το κεφάλαιο του Κορανίου που αναφέρεται στους Ρουμ, συγκριτικά με το πρωτότυπο Κοράνιο στην αραβική γλώσσα και την όλη ατμόσφαιρα στην οποία γράφηκε, αναλύει γιατί γράφηκε από τον Μωάμεθ και σε ποιούς πιστούς αναφέρεται. Θα δούμε συνοπτικά μερικές ερμηνευτικές απόψεις του.
Κατ' αρχάς η επικεφαλίδα του κεφαλαίου αυτού του Κορανίου είναι «Αρρούμ». Το «αρ» προέρχεται από το αραβικό άρθρο «αλ» και το «Ρουμ» αναφέρεται στους Ρωμηούς, οπότε «Αρρούμ» σημαίνει οι Ρωμηοί. Σημειώνεται ότι οι Άραβες, και πριν το Ισλάμ, για να δηλώσουν τους κατοίκους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας χρησιμοποιούσαν την λέξη Ρουμ και για να δηλώσουν όλην την Αυτοκρατορία χρησιμοποιούσαν την λέξη Ρωμανία. Ο Μασουντί (10ος αιών.) θεωρείται ότι είναι ο πρώτος Άραβας ιστορικός που διέκρινε τους Ρωμαίους σε «Ιουνάν» (εθνικοί, Έλληνες) και «Ρουμ» (Ρωμαίοι η βυζαντινοί Χριστιανοί).
Ακόμη, όπως σημειώνει ο Αλύ Νουρ, η μετάφραση του Κορανίου από τον Πεντάκη δεν αποδίδει πλήρως το αρχικό κείμενο του Κορανίου, αφού υπάρχουν λεπτά σημεία τα οποία συγχέονται στην μετάφραση.
Πάντως, με το κεφάλαιο αυτό του Κορανίου δηλώνεται ότι νικήθηκαν μεν οι Ρωμηοί, αλλά σε λίγο θα νικήσουν πάλι με την βοήθεια του Θεού και την ημέρα εκείνη οι πιστοί θα χαρούν. Με τον όρο πιστοί εννοούνται οι Άραβες Μουσουλμάνοι.
Για να ερμηνευθή το κορανικό αυτό χωρίο, θα πρέπη να κατανοηθή ότι αναφέρεται στις πολεμικές διενέξεις μεταξύ Ρωμηών και Περσών. Οι Άραβες διάκεινται ευμενώς με τους Ρωμηούς.
Σε άλλο κεφάλαιο του Κορανίου, και συγκεκριμένα στο 106ο κεφάλαιο, γίνεται λόγος για τους Κορεϊχίτας της Μέκκας. Πρόκειται για την ηγετική αραβική φυλή που είχε πολλές σχέσεις με το Βυζάντιο. Από την αραβική αυτή φυλή προερχόταν και ο Μωάμεθ, ο οποίος επισκεπτόταν την Συρία, η οποία βρισκόταν κάτω από βυζαντινή διοίκηση και άλλα μέρη του Βυζαντίου. Όταν, λοιπόν, οι Πέρσες απειλούσαν την Κωνσταντινούπολη, οι Κορεϊχίτες είχαν στενές σχέσεις με το Βυζάντιο και διατηρούσαν την γραμμή Συρίας - Υεμένης, μεταφέροντας τα αγαθά της Ανατολής στο Βυζάντιο. Οι Κορεϊχίτες, κάτοικοι της Μέκκας, παρέμειναν ειδωλολάτρες για να εξασφαλίσουν την ουδετερότητα έναντι των υποστηρικτών των Νεστοριανών Περσών και του Ορθοδόξου Βυζαντίου.
Στην Μέκκα ζούσαν πολλοί ξένοι, ήτοι Βυζαντινοί, Πέρσες, Αιθίοπες και πολλές φυλές Αράβων. Τόσο οι Βυζαντινοί όσο και οι Πέρσες ανέπτυξαν στην Μέκκα ελεύθερα τους κοινωνικούς και οικονομικούς στόχους τους. Όμως οι Κορεϊχίτες της Μέκκας είχαν περισσότερες σχέσεις με τους Ρωμηούς – Βυζαντινούς και «απετέλουν τότε τον κύριον φορέα του βυζαντινού εμπορίου αλλά και επείχον την θέσιν του φορέως του βυζαντινού πνεύματος». Ο Μωάμεθ συμπαθούσε τους Χριστιανούς Αιθίοπας της Μέκκας και πολλοί με ονόματα ελληνικά ήταν φίλοι του Μωάμεθ. Μάλιστα λέγεται ότι ο διδάσκαλος του Μωάμεθ ήταν ο βυζαντινός δούλος της Μέκκας Γκάμπρ (πιθανώς Γαβριήλ).
Η ήττα των Ρωμηών θα σήμανε και ριζική αλλαγή στην τύχη της Μέκκας, η οποία ασκούσε το εμπόριο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας προς ανατολάς. Και παρά το ότι η Μέκκα ως εμπορικό κέντρο, μετά την ήττα των Ρωμηών και την άλωση της Αλεξάνδρειας από τους Πέρσες, δέχθηκε περσική επίδραση, εν τούτοις ο Μωάμεθ δια του Κορανίου δήλωνε δια του συγκεκριμένου αυτού κεφαλαίου την στάση του υπέρ των Ρωμηών. Άλλωστε, ο Μωάμεθ με το Κοράνιο κατέπνιξε την αραβική ειδωλολατρία.
Στο ερώτημα, λοιπόν, ποιοί ήταν οι πιστοί, οι οποίοι θα χαίρονταν για την νέα νίκη των Ρωμηών, η απάντηση είναι οι Άραβες Μουσουλμάνοι. Ασφαλώς οι πιστοί δεν ήταν οι Κορεϊχίτες ειδωλολάτρες, ούτε όσοι ήταν υπέρ των Περσών. Άλλωστε, στην κοινωνία της Μέκκας εχθροί του Βυζαντίου – Ρωμανίας εθεωρούντο «οι Πέρσαι, οι Εβραίοι, οι Νεστοριανοί και άλλοι ασήμαντοι, είτε ειδωλολάτραι είτε πιστοί εις αντίθετα συμφέροντα». «Μόνον οι Ορθόδοξοι, οι Αιθίοπες, οι Μουσουλμάνοι και άλλοι τινές πιστοί άνθρωποι ήσαν πράγματι υπέρ του Βυζαντίου». Επομένως, οι πιστοί Μουσουλμάνοι Άραβες εννοείται ότι θα χαρούν με την νίκη των Ρωμαίων εναντίον των Περσών. Όπως σημειώνεται από τον Αλύ Μουρ, επαληθεύθηκε η «προφητεία», αφού «ο μεν Ηράκλειος νικήσας τους Πέρσας έστησεν τον τίμιον Σταυρόν, ο δε Μωάμεθ νικήσας τους Άραβας ειδωλολάτρας μετέτρεψε την Καάβαν εις Ναόν του Θεού».
Είναι φανερόν ότι το κεφάλαιο αυτό του Κορανίου δείχνει την σχέση την οποία είχαν ο Μωάμεθ και οι οπαδοί του με τους Ρωμηούς και την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και όχι με τους Πέρσας.
Γενικά, οι Άραβες Μουσουλμάνοι έτρεφαν έναν θαυμασμό προς τούς Ρωμηούς, τούς κατοίκους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ήθελαν να τούς μιμούνται και επεδίωκαν από θαυμασμό να κατακτήσουν την περιοχή τους. Προσέλαβαν τον πολιτιστικό τρόπο ζωής τους, πήραν από τούς Ρωμηούς την μουσική, τα τραγούδια, τούς χορούς και άλλες πολιτιστικές παραδόσεις. Γι αυτό παρατηρούμε ότι υπάρχουν κοινά πολιτιστικά στοιχεία μεταξύ των Ρωμηών και των Μουσουλμάνων. Όποιος επισκέπτεται τις μουσουλμανικές χώρες της Ανατολής θα διαπιστώση ότι οι Μουσουλμάνοι τρέφουν μια συμπάθεια προς τούς Ρωμηούς και Γιουνάν (Ίωνες).
Όμως, στην πορεία του χρόνου εισήλθε μέσα σε μερικούς Άραβες Μουσουλμάνους μια εχθρότητα εναντίον του Χριστιανισμού. Το σημείο αυτό χρήζει διερεύνησης;
Ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης ισχυρίζεται ότι οι πρώτοι Άραβες οπαδοί του Μωάμεθ είχαν μεγάλο σεβασμό στον ελληνικό πολιτισμό τους. Μάλιστα προσέλαβαν πολλά στοιχεία από τον πολιτισμό των Ρωμαίων και ανεδείχθησαν εφάμιλλοι στον πολιτισμό με αυτούς. Στο Κοράνιο ανευρίσκονται πολλά στοιχεία για τον Χριστό, την Παναγία και τους Προφήτας. Διερωτώμενος, πως μπορεί να εξηγηθή η μετατροπή της αγάπης των Αράβων προς τους Ρωμαίους σε έχθρα, γράφει ότι μέρος της απαντήσεως αυτής φαίνεται να είναι ότι αυτό οφείλεται στους συνεχείς πολέμους μεταξύ των Ρωμαίων και των Αράβων. Όμως, δεν μπορούν να εξηγηθούν δύο σημεία: πρώτον, η θρησκευτική και θεολογική στροφή των Αράβων εναντίον της Ορθοδοξίας των Ρωμαίων και δεύτερον η εγκατάλειψη από τους Άραβες των απόψεων του Μωάμεθ για την Ρωμηοσύνη.
Πάντως, ο ίδιος ισχυρίζεται ότι για να απαντηθή το ερώτημα αυτό πρέπει να ερευνηθή η «επίδραση των εξισλαμισθέντων Περσών εις την καλλιέργειαν της αντιρωμαϊκής στροφής των Αράβων, αφού είναι γνωστόν ότι οι Πέρσαι είχαν έντονον μίσος δια τους ελληνοφώνους Ρωμαίους εξ αιτίας 1) των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, 2) των συνεχών πολέμων με τους Ρωμαίους και 3) κυρίως της ολοκληρωτικής καταστροφής του κράτους των υπό του βασιλέως των Ρωμαίων Ηρακλείου ως προεφήτευσεν ο Μωάμεθ».
Επίσης, ισχυρίζεται ότι πρέπει να ερευνηθή η όλη επίδραση του ελληνικού πολιτισμού των Ρωμαίων στους Άραβες και τους Τούρκους. «Δεν είναι τυχαίον το γεγονός ότι η ρωμαίϊκη γλώσσα παρέμεινεν επί 100 έτη η διοικητική γλώσσα των Αράβων μετά των υπ' αυτών κατάκτησιν της συριακής και της αιγυπτιακής Ρωμανίας. Υπάρχουν πάμπολλα τα μαρτυρούντα την επίδρασιν αυτήν από τους ιδίους αρχαιοτέρους Άραβας ιστορικούς. Η αραβική και τουρκική μουσική π.χ. βασίζεται επί το πλείστον επί της ρωμαίϊκης οκτωήχου, η οποία διατηρείται μέχρι σήμερον εις τα τραγούδια και τους χορούς των Αράβων και Τούρκων». Όλα αυτά, όπως γράφει, καθώς επίσης και οι απόψεις του Μωάμεθ για τους Ρουμ, «δύνανται να αποτελέσουν μίαν σταθεράν βάσιν εις τας σχέσεις μεταξύ των δύο λαών (Ρωμαίων-Ελλήνων και Αράβων). Το ίδιον όμως ισχύει δια τας σχέσεις μεταξύ Τούρκων και Ρωμαίων».
Επομένως, η ένταση μεταξύ Αράβων και Ρωμαίων δεν οφείλεται σε θρησκευτικά και πολιτιστικά αίτια, αλλά κυρίως και προ παντός σε εθνικά και πολιτικά αίτια, αφού όταν εξισλαμίσθηκαν οι Πέρσες, τότε το αιώνιο εθνικό μίσος των Περσών εναντίον των Ελλήνων και των Ρωμαίων πέρασε και στους Μουσουλμάνους. Δυστυχώς, το εθνικό μίσος επηρεάζει τις πολιτιστικές και θρησκευτικές σχέσεις μεταξύ των δύο λαών. Δεν ευθύνονται οι θρησκείες για όλες τις διαφορές και εντάσεις μεταξύ των λαών.
Σε κείμενα ιστορικών παρουσιάζεται αυτή η σχέση μεταξύ Βυζαντίου, Περσών και Αράβων.
Οι Πέρσες ήταν ένας ινδοευρωπαϊκός λαός που προέρχονταν από την Νότια Ρωσία και τον Καύκασο και εγκατεστάθηκαν στα ανατολικά του Περσικού κόλπου τον 8ο αιώνα π.Χ. και με την πάροδο του χρόνου ανεδείχθησαν σε μεγάλη στρατιωτική και πολιτική δύναμη στην περιοχή. Ο Ζωροαστρισμός ήταν η επίσημη θρησκεία της Περσίας. Η διάδοση του Μανιχαϊσμού και του Βουδισμού προσέκρουε «στις ισχυρές κοινωνικές και διοικητικές δομές της ζωροαστρικής θρησκείας». Στην Περσία διαδόθηκε και ο Χριστιανισμός από τα πρώτα χρόνια, αλλά οι Χριστιανοί δέχθηκαν τον διωγμό εκ μέρους του θρησκευτικού και πολιτικού κατεστημένου της Περσίας και κατέφυγαν σε περιοχές κοντά στα σύνορα με την ρωμαϊκή επικράτεια. «Οι περισσότεροι Πέρσες Χριστιανοί ασπάσθηκαν τον Νεστοριανισμό και επήλθε οριστική ρήξη με την γραμμή της Κωνσταντινούπολης».
Οι Έλληνες αντιμετώπισαν την επιθετικότητα των Περσών και είναι γνωστές οι μάχες στην Σαλαμίνα, τις Πλαταιές και τον Μαραθώνα. Είναι ακόμη γνωστή η νικηφόρα πορεία του Μ. Αλεξάνδρου προς την Περσία και η κατάκτησή της. Οι Βυζαντινοί – Ρωμαίοι είχαν πολλά συμφέροντα στην περιοχή αυτή, γι’ αυτό και συνεχείς ήταν οι εχθροπραξίες μεταξύ Βυζαντινών και Περσών. «Η εγκαθίδρυση μιας ισχυρής συγκεντρωτικής εξουσίας με αυστηρή ιεραρχική τάξη και εχθρικής προς τον ελληνορωμαϊκό κόσμο, η δημιουργία ενός καλά εκπαιδευμένου στρατού, η προσήλωση στην αρχαία θρησκεία (μαζδαϊσμό-ζωροαστρισμό), επέτρεψαν στην αναγεννημένη Περσία να αποβεί ισχυρός αντίπαλος των Ρωμαίων και του Βυζαντίου στη συνέχεια».
Μεταξύ Ρωμαίων-Βυζαντινών και Περσών υπήρξαν συνεχείς εχθροπραξίες, αλλά κατά διαστήματα επικρατούσαν και αγαθές σχέσεις μεταξύ τους. Έτσι, υπήρξαν και αμοιβαίες επιρροές. Οι ανώτερες τάξεις του Βυζαντίου που έρρεπαν στην πολυτέλεια επηρεάσθησκαν από τον περσικό πολιτισμικό πλούτο, αλλά και οι Βυζαντινοί επηρέασαν την Περσία στα γράμματα και τις τέχνες.
Στις αρχές του 7ου αιώνος εμφανίσθηκαν στο προσκήνιο οι Άραβες. Την 31 Μαΐου του έτους 637 «οι Άραβες του χαλίφη Ομάρ συνέτριψαν τον περσικό στρατό στην Καδεσία». Οι Άραβες κατέλαβαν την Περσία και άρχισε ο εξισλαμισμός. Στην αρχή οι Άραβες αντιμετώπισαν τους Χριστιανούς και τους Ιουδαίους, που συνάντησαν στην Περσία, ως «ανθρώπους της Βίβλου», όμως αργότερα επέβαλαν περιορισμούς και διακρίσεις. Το σημαντικό είναι ότι οι Πέρσες είχαν μια πολιτιστική υπεροχή έναντι των Αράβων, γι’ αυτό και «άσκησαν καταλυτική επίδραση στον σχηματισμό του ισλαμικού κόσμου από τη στιγμή που αυτός είχε πλέον οριστικοποιηθεί εδαφικά». Ακόμη σταδιακά επικράτησε και η «νεοπερσική γλώσσα» που «αντικατέστησε την αραβική ως επίσημο γλωσσικό όργανο στα εδάφη που κατακτούνταν από Πέρσες και ευρύτερα Ιρανίους, δηλ. από τον Τίγρη μέχρι την Κεντρική Ασία και τον Ινδό ποταμό».
Από την σύντομη αυτή παρουσίαση εξηγείται πως οι Άραβες εστράφησαν εναντίον των Βυζαντινών-Ρωμηών. Φαίνεται ότι η καλή διάθεση που είχαν οι Άραβες έναντι των Χριστιανών μετατράπηκε σε μίσος και επιθετικότητα από την επίδραση των Περσών, οπότε φαίνεται ότι το εθνικό μίσος των Περσών εναντίον των Ρωμηών εισήλθε και στην θρησκεία και επηρέασε τους λαούς.
Μεσα από μια τέτοια ερμηνεία μπορούμε να δούμε γιατί μερικοί Μουσουλμάνοι διάκεινται ευμενώς προς τούς Ρωμηούς, ενώ μερικοί άλλοι έχουν διαφορετική στάση. Σε αυτό δεν έχουν ευθύνη τόσο οι θρησκείες, όσο οι εθνικές καταβολές, αλλά και οι πολιτικές σκοπιμότητες. Δυστυχώς το εθνικό μίσος εισέρχεται μέσα στις θρησκείες και προσλαμβάνει ένα θρησκευτικό προσωπείο.
Βεβαίως, με την πάροδο του χρόνου αυτό το μίσος των Αράβων-Μουσουλμάνων προς τον Χριστιανισμό αυξήθηκε λόγω των Σταυροφοριών, αφού οι δυτικοί Χριστιανοί με τις Σταυροφορίες τους έκαναν φοβερά εγκλήματα και εναντίον των Ρωμηών και εναντίον των Μουσουλμάνων. Αυτό φαίνεται από το ότι οι Μουσουλμάνοι των περιοχών της Μεσης Ανατολής κάνουν την διάκριση μεταξύ Δυτικών Χριστιανών και Ρωμηών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Ορθόδοξοι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων ονομάζονται τουρκιστί και αραβιστί ακόμη και σήμερα Ρούμ Πατρίκ, δηλαδή Πατριάρχες των Ρωμαίων, ενώ οι λεγόμενοι στην Ελλάδα Ρωμαιοκαθολικοί, εκεί λέγονται Λατίνοι και Φράγκοι.
Η ιστορία διδάσκει ότι οι Μουσουλμάνοι (Τούρκοι και Άραβες), παρά μερικές περιπτώσεις, σεβάστηκαν περισσότερο τούς Ρωμηούς από ο,τι οι Φράγκοι κατακτητές. Αυτό φαίνεται σε πολλά κείμενα διαφόρων μελετητών που δεν έχω την ευκαιρία, λόγω του περιορισμένου χρόνου, να αναφέρω.
Το ότι οι σχέσεις μεταξύ Ρωμηών και Μουσουλμάνων, εν πολλοίς, βρίσκονταν και βρίσκονται σε καλή προοπτική, φαίνεται από δύο παραδείγματα.
Το ένα είναι οι προσωπικές μου εντυπώσεις από τα ταξίδια μου στον Λίβανο και την Συρία, όταν κλήθηκα να διδάξω για μερικά εξάμηνα διάφορα μαθήματα σην Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή του Πατριαρχείου Αντιοχείας και μάλιστα κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στην περιοχή.
Τότε διεπίστωσα ότι ο πόλεμος αυτός, ενώ όπως σχολιάζονταν στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ήταν μεταξύ Μουσουλμάνων και Χριστιανών, στην πραγματικότητα ήταν πόλεμος μεταξύ Μαρωνιτών, που είναι Μονοθελίτες και βρίσκονται σε εξάρτηση από την Καθολική Εκκλησία, και Μουσουλμάνων. Αντίθετα οι Ρωμηοί, τόσο οι Ελληνόφωνοι όσο και οι Αραβόφωνοι, ήταν στο ενδιάμεσο μεταξύ Μαρωνιτών και Μουσουλμάνων και αποτελούσαν την τρίτη ειρηνική δύναμη στην φλεγομένη εκείνη περιοχή.
Εκτός αυτού, όσοι διακρίνονταν από την ρωμαίϊκη νοοτροπία και παράδοση και όχι απλώς ελλαδική, γίνονταν αποδεκτοί, τόσο από τους Αραβόφωνους Ρωμηούς, όσο και από τους Άραβες, Λιβανέζους και Σύριους Μουσουλμάνους. Επειδή προσπαθούσα να εκφράζω το «πνεύμα» και την παράδοση των Ρωμηών, γι' αυτό και μετακινόμουνα ελεύθερα, δεχόμουν την αγάπη τους και έχω ισχυρούς δεσμούς με μερικούς φοιτητές μου, οι οποίοι κατέχουν σήμερα θέση στην περιοχή, είτε στην εκκλησιαστική ηγεσία ως Επίσκοποι, είτε στην επιστήμη ως Καθηγητές.
Όπως δε είναι γνωστόν, οι Αραβόφωνοι Ρωμηοί ψάλλουν στους Ναούς τους τροπάρια στην ελληνική γλώσσα, συνήθως ο ένας από τους δύο χορούς ψάλλει με την βυζαντινή μουσική και θεωρούν τιμή που η υποδομή τους είναι Ρωμαίϊκη. Μάλιστα σε μερικούς φανατικούς Μουσουλμάνους αντιτάσσουν το επιχείρημα ότι μας βρήκατε στην περιοχή αυτή.
Το άλλο παράδειγμα είναι η περίπτωση των προσφύγων από την Μικρά Ασία, οι οποίοι, ύστερα από την ανταλλαγή των πληθυσμών, έφθασαν στην Ελλάδα.
Η Renee Hirschon, Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, μελέτησε, σε ειδική έρευνά της το κλίμα και την παράδοση των προσφύγων της Κοκκινιάς και την κατέγραψε σε βιβλίο με τίτλο «Κληρονόμοι της Μικρασιατικής Καταστροφής· η κοινωνική ζωή των Μικρασιατών προσφύγων στον Πειραιά». Είναι σημαντικό ότι η ίδια, για να πληροφορηθή «εκ των ένδον» την όλη παράδοσή τους, έζησε για δύο χρόνια μαζί τους (1971-1972) και γνώρισε όλο το βαθύτερο «είναι» τους.
Περιγράφοντας, λοιπόν, την ζωή τους, εντοπίζει την όλη κοσμοπολίτικη νοοτροπία που τους διακατείχε. Οι πρόσφυγες της Κοκκινιάς, καίτοι αγράμματοι, αισθάνονταν σαν να βρίσκονταν σε μια ανωτερότητα από τους Ελλαδίτες, με τους οποίους συζούσαν.
Η Renee Hirschon, στο βιβλίο αυτό, αναφερόμενη στην κοσμοπολίτικη κληρονομιά των προσφύγων, γράφει: «Ακόμα και στις επαρχίες της κεντρικής Ανατολίας, σε οικισμούς κάθε μεγέθους, συγκατοικούσαν διάφορες εθνοτικές, θρησκευτικές και πολιτισμικές ομάδες. Γι' αυτό οι πρόσφυγες ήταν εξοικειωμένοι με την πολιτισμική ποικιλία, με την οποία έρχονταν σε επαφή καθημερινά στην πατρίδα τους, πράγμα εντελώς αντίθετο προς τις εμπειρίες τους μετά τον ξεριζωμό».
Οι πρόσφυγες της Κοκκινιάς πολλές φορές θυμόντουσαν τις καλές σχέσεις που είχαν με τις άλλες κοινότητες. Γράφει η Renee Hirschon: «Πολλές φορές μου είχαν πει πως γινόταν η ανταλλαγή φαγητών μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων στις μεγάλες γιορτές του Ραμαζανιού και του Πάσχα και μου είχαν περιγράψει τα μουσουλμανικά έθιμα του γάμου και της περιτομής».
Επίσης, οι άνθρωποι αυτοί, καίτοι εξαναγκάσθηκαν να εκπατρισθούν και να ζουν ως πρόσφυγες, και σε αυτές τις περιπτώσεις αναφύονται ψυχολογικές καταστάσεις πικρίας και παραπόνων, εν τούτοις δεν είχαν μέσα τους μίσος η έχθρα εναντίον των Μουσουλμάνων, αλλά είχαν καλές αναμνήσεις από την συμβίωσή τους με τους Μουσουλμάνους της Μικράς Ασίας. Πολλές φορές ισχυρίζονταν ότι την αναστάτωση στην περιοχή δεν την δημιούργησαν οι θρησκείες, αλλά οι εθνικισμοί και κυρίως οι πολιτικές σκοπιμότητες. Γράφει η συγγραφεύς:
«Σε γενικές γραμμές, όταν μιλούσαν για τις σχέσεις τους με τους άλλους, τόνιζαν την καλή προαίρεση και την αρμονία. Η έχθρα, το μίσος και ο φθόνος απουσίαζαν εντελώς από τις περιγραφές τους. Ανέφεραν συχνά πόσο ειρηνικά ζούσαν με τους Τούρκους γείτονές τους. Υπογράμμιζαν ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα στα αστικά κέντρα βασίλευε μια ατμόσφαιρα αμοιβαίου σεβασμού, γιατί οι άνθρωποι ήξεραν πως να φέρονται ο ένας στον άλλο. Οι πιο ηλικιωμένοι ήταν κατηγορηματικοί: για τις ταραχές και τη σύρραξη που οδήγησαν στον εκπρατρισμό τους δεν έφταιγε ο τουρκικός πληθυσμός. Οι εχθροπραξίες ανάμεσα στις κοινότητές τους οφείλονταν κατά την γνώμη τους στις παρεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Το συμπέρασμα ήταν πάντα ότι "οι πολιτικοί μας φέρανε το μίσος". Οι απόψεις αυτές μαρτυρούν οξυδέρκεια που γίνεται ακόμα πιο εντυπωσιακή, αν αναλογιστεί κανείς τις ταλαιπωρίες και τις απώλειές τους, καθώς και το ότι άμεσα θύματα των πολιτικών αντιπαραθέσεων ήταν οι ίδιοι. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις πιο σοβινιστικές απόψεις των Ελλαδιτών συγχρόνων τους».
Ασφαλώς τέτοιες εντυπώσεις θα υπάρχουν και από τους Μουσουλμάνους που εξαναγκάσθηκαν να απομακρυνθούν από την Ελλάδα.
Όλα αυτά δείχνουν πόσο κακό είναι όταν το εθνικό μίσος, αλλά και οι πολιτικές σκοπιμότητες, εισέρχωνται μέσα στον ιερό χώρο της θρησκείας, και πόσο κακό είναι όταν η θρησκεία, ακόμη και ο Χριστιανισμός, που διακρίνεται για το οικουμενικό του «πνεύμα» και τον οικουμενικό του ρόλο, μετατρέπεται σε ένα δεκανίκι του κάθε εθνικισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου