Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2011

ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΙΑΡΧΟΥ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ




 


1)ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ
2)ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ I. ΜΟΝΗΣ TOY ABBA ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ

Ἀνατολικὰ τῆς Ἁγίας πόλης Βηθλεέμ, σὲ ἀποστάση 7 περίπου χιλ. καὶ κατὰ τὸ μέσο τῆς ὁδοῦ, ἡ ὁποία διέρχεται μπροστὰ ἀπὸ αὐτή, καὶ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν Ἱ. Μονὴ (Λαύρα) τοῦ Ἁγίου Σάββα, βρίσκεται ἡ περιλάλητος Ἱ. Μονὴ τοῦ Ἀββᾶ Θεοδοσίου (Ντὲρ Ἰμπν, Ἀμπέτ), τοῦ μεγάλου Κοινοβιάρχου καὶ Ἀρχιμανδρίτου, ἡ ὁποία ὑπάγεται στην Ἁγία Πόλη τοῦ Θεοῦ, τὴν Ἱερουσαλήμ.

Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος γεννήθηκε τὸ ἔτος 424 μ.Χ. στή πόλη Μογαρισσὸ κοντά στὰ Κόμανα τῆς Καππαδοκίας, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, πού ὀνομάζονταν Προαιρέσιος καὶ Εὐλογία.

Τὸ ἔτος 451, σὲ ἡλικία 27 ἐτῶν, ἐγκαταλείπει τὴν πατρικὴ οἰκία, μὲ σκοπὸ να ἐπισκεφθεῖ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Διερχόμενος τὴν Ἀντιοχεία, γνώρισε ἐκεῖ καὶ καταξιώθηκε τῶν εὐλογιῶν τοῦ, γεμάτου Θείας Χάριτος, Ἁγίου Συμεών τοῦ Στυλίτου. Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ἐξεπλάγη, ἀκούγοντας τὸν Ὅσιο Συμεῶνα να προλέγει σὲ αὐτὸν τὴν μέλλουσα μεγάλη στήν Ἐκκλησία προσφορά του καὶ τήν θαυμαστή ἀγωνιστική πνευματική πορεία του.

Ἀφοῦ μετέβη καὶ προσκύνησε τὰ Ἱερὰ Προσκυνήματα στά Ἱεροσόλυμα προσῆλθε καὶ παρέμεινε πλησίον τοῦ ἁγίου Λογγίνου. Αὐτός, καταγόμενος ὅπως καί ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ἀπό τήν Καππαδοκία, διέμενε στον Πύργο τοῦ Δαβίδ. Ἐνταχθεὶς συγχρόνως ὁ Ὅσιος στό Τάγμα τῶν «Σπουδαίων» τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, ζοῦσε τήν ἀσκητική ζωή.

Ἐπειδὴ ὅμως ποθοῦσε μεγαλύτερη μονώση, μετέβη καὶ παρέμεινε στο λεγόμενο «Παλαιὸν Κάθισμα», εὑρισκόμενο στήν λεωφόρο, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα πρὸς τήν Βηθλεέμ. Ἐκεῖ ὑπῆρχε Ἱ. Ναὸς πρὸς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀνεγερθεὶς ἀπὸ τὴν εὐσεβή Ἰκελία, στήν θέση ὅπου σήμερα ὑπάρχει ἡ Ἱ. Μονὴ τοῦ Προφήτου Ἠλία. Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ἔμεινε ἐκεῖ λίγο χρονικὸ διάστημα. Ἐπειδὴ ποθοῦσε ἀκόμη μεγαλύτερη ἀσκητικὴ πολιτεία, ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὸ «Παλαιὸν Κάθισμα» καὶ μεταβαίνει σὲ ἄλλο τόπο, ἡσυχαστικότερο, στά ἐνδοτέρα τῆς ἔρημου. Ὑπῆρχε ἐκεῖ τοπική Παραδοση, πού ἔλεγε ὁτι σὲ κάποιο σπήλαιο τῆς περιοχῆς κατέλυσαν οἱ τρεῖς Μάγοι ὅταν «χρηματισθέντες κατ' ὄναρ μὴ ἀνακάμψαι πρὸς Ἡρῴδη, δι’ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν» (Ματθ. Β, 12).

Στην θέση αὐτὴ ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος σχημάτισε τὴν πρώτη μικρὴ ἀδελφότητα, ἡ ὁποία αὐξήθηκε πολύ γρήγορα.

Λόγῳ τοῦ μεγάλου ἀριθμοῦ τῶν προσελθόντων ἀναγκάστηκε νά ἱδρύσει Μονή, τῆς ὁποίας, τὰ θεμέλια καί τά πρῶτα κτίσματα οἰκοδομήθηκαν κατὰ τὰ ἔτη 465 - 475. Μετὰ τὴν ἵδρυση τῆς Μονῆς, ἀρχίζει ἡ δράση τοῦ μεγάλου Πατρός, τόσο στήν μοναχική παλαίστρα, ὅσον καὶ στήν παλαίστρα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Δίνειμεγάλες μάχες κατὰ τῶν αἱρέσεων, τοῦ Νεστοριανισμοῦ καὶ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Στους ἀγῶνες αὐτοὺς συναγωνίζονταν, ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Ἡγιασμένος καί ὁ Μέγας Εὐθύμιος, οἱ ὁποῖοι καὶ ἀπολαμβάναν κοινῆς τιμῆς καὶ εὐγνωμοσύνης, ὄχι μόνον ἀπό τήν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων καὶ ἀπό τίς Ἱερές Μονές τῆς Παλαιστίνης, ἀλλὰ καὶ ἀπό ὁλόκληρη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Ὡς πρὸς τὴν ἐσωτερικὴ ὀργάνωση τοῦ Κοινοβίου, ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος δέν ἔλαβε ὡς ὑπόδειγμα τὰ προηγούμενα Κοινόβια τῆς Παλαιστίνης. Σὲ αὐτὸ συνετέλεσε καί ἡ θέση τοῦ Κοινοβίου. Τό κοινόβιο βρίσκεται ἐπάνω σὲ ἕνα ὑψηλό ὀροπέδιο καὶ ὄχι σὲ τόπο χαμηλὸ κα βραχώδη. Ἀπὸ τὴν Ἱ. Μονὴ φαίνεται ἡ Βηθλεέμ, ἡ Ἱερουσαλὴμ μέ τό Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ὁ Ἰορδάνης ποταμός, ἡ Νεκρὰ θάλασσα, καὶ τὸ Σαραντάριο Ὄρος. Στόν εὐχάριστο ἐκεῖνο τόπο διαμονῆς οἱ κοινοβιᾶται μοναχοί, μαθητές τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου, ἐργάζονταν, ὄχι μόνο για τὴν προσωπικὴ τους κάθαρση ἀπό τά πάθη, διά τῆς ἀσκητικῆς-μυστηριακῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ για τὴν ἀνακούφηση τοῦ πόνου τῶν συνανθρώπων τους.

Οἱ μαθηταί τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου μέ τήν ἁγία καθοδήγησή του, ἐπέτυχαν νά συνδυάσουν στή μοναχική τους ζωή: α) τήν συνεχῆ ἀσκήση-προσευχή-μυστηριακή ζωή πρὸς τελειοποίησή τους καὶ β)τὴν φιλοπονία πρὸς ὠφέλεια τοῦ πλησίον. Ἡ ὡραία αὐτὴ κοινοβιακὴ ζωή, συνετέλεσε ἀφ' ἑνὸς μὲν στην αὐξήσῃ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν μοναχῶν τοῦ Κοινοβίου, ἀφ' ἑτέρου δέ στό να δέχεται τὸ Κοινόβιο δωρεὲς εὐσεβῶν πλουσίων.

Ἡ ἀρχὴ ἔγινε ἀπὸ κάποιον Ἀκάκιο. Οἱ δωρεὲς δίνονταν για τὴν ἀνέγερση Ξενώνων ἤ κελλίων τῶν μοναχῶν. Σιγὰ - σιγὰ δημιουργήθηκε ὁλοκλήρη πόλη γύρω ἀπό τήν Μονή.

Οἱ μοναχοὶ ἔφτασαν τοὺς 700, καὶ δέν ἦταν μόνο Ἕλληνες, ἀλλὰ διαφόρων ἐθνικοτήτων. Ὑπῆρχαν Βεσσοὶ (γένος Θρακικό), ἀκόμη καὶ Ἀρμένιοι. Δημιουργήθηκε ἔτσι ἡ ἀνάγκη στό ἀπέραντο Κοινόβιο νά ὑπάρχουν διαφορετικοί ναοί, γιά τήν τέλεση τῶν ἀκολουθιῶν στίς διάφορες γλῶσσες τῶν ποικίλης ἐθνικότητας μοναχῶν. Ἀνηγέρθησαν τέσσεροι Ναοί, στούς ὁποίους ἔψαλλαν κατ' ἰδίαν τὶς Ἱ. Ἀκολουθίες, οἱ μοναχοὶ τῶν διαφόρων ἐθνοτήτων. Ὕστερα συναθροίζονταν ὅλοι στο Καθολικὸ (τὸν Κεντρικὸ Ναὸ) τοῦ Κοινοβίου, ὅπου καί ἐτελεῖτο ἡ Θ. Λειτουργία στα ἑλληνικά, καί συμμετεῖχαν στό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.

Στην μοναστικὴ αὐτὴ πολιτεία, τὰ πάντα διηύθυνε ἡ πατρικὴ ἀγάπη, ἡ ἀγαθότητα καὶ ἡ συγκαταβατικότητα τοῦ Κοινοβιάρχου. Ἡ διδασκαλία του πρὸς τοὺς μοναχοὺς ἦταν συνεχὴς διδασκαλία ἀγάπης, ἡ ὅλη δὲ ἀναστροφή, οἱ ἐνέργειες καὶ οἱ πράξεις τῶν μοναχῶν ἦταν καρπὸς τῆς ἀγάπης πού καλλιεργοῦσαν στήν καρδιά τους καί τήν ὁποία εἶχε ἐμφυσήσει σ’ αὐτούς ὁ πνευματικός τους πατέρας.

Στο Κοινόβιο ὑπῆρχε καὶ Φροντιστήριο, στό ὁποῖο ἐκπαιδεύονταν οἱ Μοναχοί. Ἀπό τό ὀργανωμένο αὐτό Κοινόβιο ἐλαμβάνοντο Ἡγούμενοι για ἄλλες Μονές, καὶ ἐπιλέγονταν Ἐπίσκοποι για τὴν Ἐκκλησία. Ἀπ’ αὐτὸ βγήκαν ἐπίσης μεγάλοι Θεολόγοι καὶ συγγραφεῖς.

Ὁ ἅγιος Θεοδόσιος στήριζε τούς μοναχούς ὄχι μόνο στην ἄσκηση πού ἔκαναν γιά τήν πνευματική τους τελείωση, ἀλλὰ καὶ στά ἔργα τῆς ἀγάπης καί κοινωνικῆς προσφορᾶς. Στήν εἴσοδο τοῦ Κοινοβίου εἶχε ἀναγράψει ὁ Ὅσιος τήν ἑξῆς ἐπιγραφή: «μηδεὶς ῥᾴθυμος εἴσητω» (Δηλαδή κανένας ράθυμος, τεμπέλης, φίλαυτος ἄς μήν εἰσέρχεται σ’ αὐτόν ἐδῶ τόν χῶρο, πού εἶναι τόπος συνεχοῦς ἄσκησης, προσευχῆς, ἐργασίας καί κοινωνικῆς προσφορᾶς).

Στο Κοινόβιο ἐπίσης ὑπήρχαν «παντεῖα τεχνῶν ἐργαστήρια», δηλ. «πολλά καί ποικίλα ἐργαστήρια», στά ὁποῖα ἐργάζονταν οἱ μοναχοί, διάφορα ἐργόχειρα για τὴν συντηρήσή τους, γιά τήν φιλοξενία τῶν ἐπισκεπτῶν καί γιά τήν βοήθεια τῶν πτωχῶν.

Ἐπὶ πλέον ὑπῆρχαν Ξενῶνες, Πτωχοκομεῖα, Γηροκομεῖα, Νοσοκομεῖα. Ὅλα αὐτὰ προσέδιδαν στό Κοινόβιο χαρακτῆρα ἱερᾶς πόλεως, στήν ὁποία ζοῦσαν ἅγιοι ἄνθρωποι ἀφιερωμένοι στήν λατρεία τοῦ Θεοῦ καί στήν διπλῆ ἀγάπη: πρός τόν Θεό καί πρός τόν συνάνθρωπο.

Ἂν καὶ δέν ὑπῆρξε ὁ ἱδρυτὴς τοῦ μοναχικοῦ βίου στην Παλαιστίνη ὁ Μ. Θεοδόσιος, ἐν τούτοις ὑπῆρξε ὁ θερμότερος συνήγορος καὶ ὁπαδὸς τοῦ ἀληθοῦς καὶ ὑψηλοῦ μοναχικοῦ βίου, ὁ ὁποῖος συνδυάζει: α)τήν ἀσκητική-μυστηριακή ζωή γιά τόν προσωπικό πνευματικό καταρτισμό μαζί μέ β)τήν φιλεργία καί τήν φιλοπονία γιά τήν ἄσκηση τοῦ καθήκοντος τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον καί τήν ἀνθρώπινη κοινωνία γενικότερα. Στό σημεῖο αὐτὸ ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος μιμεῖται τοὺς μεγάλους συμπολίτες του Καππαδόκες, Ἅγιο Βασίλειο καὶ Ἅγιο Γρηγόριο, οἱ ὁποῖοι συνδύασαν ἁρμονικότατα καὶ ἀπέδειξαν διὰ τοῦ παραδείγματος τους, ὁτι εἶναι δυνατὴ ἀλλά καί ἁρμόζουσα ἡ συνυπάρξη τοῦ θεωρητικοῦ καὶ τοῦ πρακτικοῦ βίου, τῆς ἄσκησης-ἀδιάλειπτης προσευχῆς, ἀλλά καί τῆς ἐργασίας-κοινωνικῆς προσφορᾶς στην μοναχικὴ ζωή.

Κατὰ τὸν Μ. Θεοδόσιο ὁ προορισμὸς καὶ ἡ ἰδιαίτερη ἀξία τοῦ μοναχοῦ ἔγκειται στό: α)νά τηρεῖ τὰ ἐπιβαλλόμενα ὑπό τοῦ μοναχικοῦ βίου καθήκοντά του, β)νά φροντίζει ὁ ἴδιος για τὶς ἀναγκες του, καί γ)ὅταν παρίσταται ἀνάγκη νά προσφέρει καί νά θυσιάζεται για τοὺς συνανθρώπους του, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀνάγκη βοηθείας.

Ἡ Μονὴ τοῦ Ἀββᾶ Θεοδοσίου ὑπῆρξε ἡ ἀρίστη ἐξ ὁλων τῶν Κοινοβιακῶν Μονῶν στήν Παλαιστίνη καὶ χρησίμευε ὡς κανὼν-πρότυπο για τὶς ἄλλες. Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος, εἶδε τὴν Μονὴ του να φθάνει στή μεγίστη ἀκμή της. Ἀξιώθηκε ἀπό τόν Κύριο νά συγκεντρώσει καὶ να ποιμάνει περίπου 700 μοναχούς, ἀπό διάφορα ἔθνη, ἐνῶ ταυτόχρονα στούς τόπους γύρω ἀπό τήν Μονή ζοῦσαν πάνω ἀπὸ δύο χιλιάδες μοναχοί καὶ ἀσκητὲς οἱ ὁποῖοι καθοδηγοῦντο ἀπ’ αὐτόν.

Ἔπειτα ἀπό μία ζωή γεμάτη πνευματικούς καρπούς, ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ τὴν 11η Ἰανουαρίου τοῦ 529, ὅταν ἀυτοκράτορας ἦταν ὁ Ἰουστινιανός. Ἔζησε 105 ἔτη καὶ ἐτάφη στήν κρύπτη τοῦ σπηλαίου τῶν Μάγων. Ἐκεῖ σήμερα ὑπάρχουν καὶ οἱ τάφοι τῆς μητέρας του Ἁγίας Εὐλογίας, τῆς Ἁγίας Σοφίας, μητέρας τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, τῆς μητέρας τῶν ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ Ἁγίας Θεοδότης, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Μόσχου, τῆς Ἁγίας Μαρίας μητρὸς τῶν Ἁγίων Ἀρκαδίου καὶ Ἰωάννου, συζύγου δὲ τοῦ Ἁγίου Ξενοφῶντος. Ἐπὶ τοῦ δαπέδου τοῦ σπηλαίου ὑπάρχουν 35 τάφοι διαφόρων Ἁγίων. Στή μεγάλη σημερινή Ἐκκλησία ὑπάρχει ὁ τάφος τῆς Ἁγίας Εὐφροσύνης, ἡ ὁποία ἦρθε ἀπὸ τὴν Μονὴ τοῦ Σωτῆρος, τῆς Ῥωσίας. Αὐτή ἦλθε στήν Ἁγία Γῆ μαζί μέ τόν ἀδελφό της Δαβίδ, τὴν ἐξαδέλφη της καί πολυπληθή συνοδεία. Καταγόταν ἀπό βασιλική οἰκογένεια. Ἀρρώστησε ἐνῶ βρισκόταν στήν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα, καὶ κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ τὴν 23η Μαΐου 1783.

Κατὰ τὶς τρεῖς τελευταίας ἡμέρες τῆς ζωῆς του ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος διδάσκε συνεχῶς τοὺς μοναχούς.

Καθὼς λέει ὁ βιογράφος του Θεοδωρος, Ἐπίσκοπος Πέτρας - Ἀραβίας, ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος «συνέσει πολλῇ ἐκαλλωπιστο» (δηλαδή ἦταν κοσμημένος μέ πολλή σύνεση), μελετοῦσε ἀπό μικρός πάντοτε μόνο σοβαρὲς μελέτες, ἐκ τῶν ὁποίων ἀντλοῦσε τὴν πλέον εὔγευστο τροφή. Ὅταν ἔφτασε στά Ἱεροσόλυμα, βρῆκε τὸν ἄριστο ἐξ ὁλων τῶν μοναχῶν, τὸν Ἅγιο Λογγίνο, καὶ ἔγινε σύνοικος του «λίαν τοϊς τοϋ μακαρίου ἐκείνου γέροντος τρόποις ἀρεσθείς» δηλ. «ἐπειδή πάρα πολύ τοῦ ἄρεσαν οἱ τρόποι του Γέροντα». Γυμνασθεὶς πνευματικά καθὼς ἔπρεπε πλησίον τοῦ Ἁγίου Λογγίνου, προόδευσε ὥστε να εἶναι σὲ θέση να διακρίνει «τὸ καλὸν ἀπὸ τό κακό» («τό κρεῖττον ἀπό τοῦ χείρονος». Ἔκανε χαρούμενη ὑπακοή, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μίμηση Χριστοῦ. «Διὰ τῆς ὑπακοῆς», ὅπως λέγει ὁ βιογράφος του, «τὸν ἔνοικον αὐτῷ μιμησάμενος, ὁς ἐγένετο ὑπήκοος τῷ Πατρὶ μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ». Δηλαδή «διά τῆς ὑπακοῆς μιμήθηκε Αὐτόν πού κατοικοῦσε μέσα του, (τουτέστιν τόν Χριστό μας), ὁ Ὁποῖος ἔγινε ὑπήκοος μέχρι θανάτου στόν Πατέρα Του, θανάτου δέ σταυρικοῦ».

Ἡ πνευματική ὁλοκλήρωση τοῦ Ἁγίου καί ἡ τελειοποίησή του ἔγινε στην Μονή, τὴν ὁποίαν αὐτὸς ἵδρυσε. Ἀπό ἐκεῖ ἐξέλαμψε ἡ ἀρετή του σέ ὅλον τόν κόσμο. «Τὶς οὕτως ἐνεκρωσε», σημειώνει ὁ βιογράφος τοῦ Ὁσίου, «τὰ μέλη τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, τῇ τήξει δαπάνηθέντα τοῦ σώματος; τὶς μὴ θαυμάςῃ ἐκείνου, τῆς ἀγρυπνίας τὸ εὔτονον, τῆς ψαλμωδίας τὸ σύντονον, τῶν δακρύων τὸ δαψιλές, καὶ ἐπίπονον, τῆς εὐχῆς τὸ καθαρόν, καὶ ἀπέριττον, τὴν δι' ὅλης νυκτὸς στάσιν, τοὺς κρυφῇ κρεμαστήρας ἐκείνους ἐφ' οἷς διὰ τὴν τοῦ ὕπνου χαύνωσιν ἐστηρίζετο καὶ διὰ τὸ τῶν βουβόνων ὀδυνηρόν. . . τὶς δ ἂν ἐκείνου τὸ τῆς διανοίας ὀξὺ καὶ ἀκέραιον οὐκ ἐκπλαγείη ὡσεί πτέρυξι περιστερᾶς ὑψούμενον ταῖς προσευχαῖς, ὡς ἐδήλου τὰ πράγματα μαρτυροῦντα τοῖς σχήμασιν, καὶ ἐν Θεῷ εὑρίσκων τὴν ποθεινὴν κατάπαυσιν, πρὸς Ὅν ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνδρὸς πᾶσα καὶ οὗπερ τυχεῖν ἀγωνιζόμενος παντὸς βιωτικοῦ κατεφρόνησε πράγματος, γινώσκων σαφῶς ὡς εἰ τι ἐνταῦθα καλῶς, ἔνδον τοῦ θείου γνόφου κατὰ τὸν θεῖον Μωϋσῆν χωρῆσαι δεήσοι καὶ καθαρωτάτῳ κραθῆναι φωτί,καταποθέντος τοῦ θνητοῦ ὑπὸ τῆς ζωῆς; τὶς διακαρτερῶν οὕτως σαρκὸς ὑπερανέστηκεν, ὥστε μικροῦ καὶ τὴν σώματος λειτουργίαν ὑπεριδεῖν; οὐ γὰρ τοσοῦτον τροφῆς ἐχορήγει τῇ σαρκὶ ὅσον ὄρεξις ἐζήτει, ἂλλ ὅσον μὴ διαλυθῆναι τὸν δεσμὸν τῆς φυσικῆς συζυγίας πρὸ τῆς τοῦ συνδήσαντος εὐδοκίας...».

Δηλαδή:«Ποῖος σέ τέτοιο βαθμό ἐνέκρωσε τά μέλη τά γήϊνα, δηλ. τήν πορνεία, τήν ἀκαθαρσία, τό σαρκικό πάθος, τήν κακή ἐπιθυμία, τά ὁποῖα ὅλα ἐξολοθρεύθηκαν μέ τό λυώσιμό τοῦ σώματος (ἔλυωσε τό σῶμα τοῦ Ὁσίου ἀπό τίς πολλές νηστεῖες καί κακοπάθειες); Ποῖος μπορεῖ νά μήν θαυμάσει τό ἔντονο τῆς ἀγρυπνίας, τό σύντονο (προσεκτικό) τῆς ψαλμωδίας, τά ἄφθονα καί γεμᾶτα πόνο δάκρυα, τήν καθαρότητα καί τήν ἁπλότητα τῆς εὐχῆς, τήν ὁλονύκτια ὀρθοστασία, τούς κρυφούς κρεμαστῆρες (σημ.: Οἱ κρεμαστῆρες ἦσαν σχοινιά κρεμασμένα ἀπό ψηλά, στά ὁποῖα στηριζόταν ὁ ἀσκητής γιά νά μήν νυστάζει καί νά μήν πέφτει κάτω, κατά τίς ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες πού ἔκανε στό κελλί του) ἐπάνω στούς ὁποίους στηριζόταν ἐξαιτίας τῆς χαύνωσης τοῦ σώματος καί τῶν πόνων του στούς βουβῶνες... Ποῖος δέν θά ἐκπλαγεῖ μέ τήν ὀξύτητα καί ἀκεραιότητα τῆς διάνοιάς του, ἡ ὁποία σάν μέ πτέρυγες περιστερᾶς ὑψωνόταν μέ τίς προσευχές, ὅπως φανέρωναν τά πράγματα τά ὁποῖα μαρτυροῦνταν (ἀποκαλύπτονταν) διά τῶν ἐξωτερικῶν σχημάτων; Διότι μέσα στόν Θεό εὕρισκε τήν ποθούμενη ἀνάπαυση, πρός τόν Ὁποῖο ὅλη ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνδρός ἦταν στραμμένη καί Αὐτόν συνεχῶς ἀγωνιζόταν νά ἔχει. Διά τοῦτο καί εἶχε καταφρονήσει κάθε γήινο πρᾶγμα, γνωρίζοντας καλά ὅτι ἐάν ἐδῶ ἀγωνισθεῖ καλά, θά μπορέσει νά εἰσέλθει στόν Θεῖο γνόφο σύμφωνα μέ τόν Θεῖο Μωϋσῆ καί νά ἀνακραθεῖ μέ τό Θεῖο Φῶς, ἀφοῦ θά καταποθεῖ τό θνητό ἀπό τήν ζωή. (Ποῖος νά μήν ἐκπλαγεῖ γιά ὅλα αὐτά;) Ποῖος ἀπό τούς ἀνθρώπους τόσο πολύ ξεπέρασε τό σαρκικό φρόνημα, ὥστε μέ τήν καρτερία πού ἔδειχνε, λίγο ἀκόμη καί θά περιφρονοῦσε ἀκόμη καί τήν φυσιολογική ἀναγκαία λειτουργία τοῦ σώματος; Διότι δέν ἔδινε τόση τροφή στήν σάρκα ὅση ζητοῦσε ἡ ὄρεξη, ἀλλά τόσο ὅσο χρειαζόταν γιά νά μήν διαλυθεῖ ὁ δεσμός τῆς φυσικῆς συζυγίας (τοῦ σώματος μέ τήν ψυχή) πρόωρα, πρίν τήν ὥρα πού θά ἤθελε Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔδεσε αὐτά τά δύο μαζί (τό σῶμα μέ τήν ψυχή του).

Λόγῳ τοῦ ἔξοχου βίου του «πολλοὶ τῷ ζήλῳ πυρωθέντες προστρέχουσι καὶ τῆς μετ' αὐτοῦ συνοικήσεως ἀντὶβολοῦσι τυχεῖν καὶ ὁδηγὸν τοῦ κατὰ Θεὸν βίου γενέσθαι αὐτὸν ἰκετεύουσιν», δηλαδή, «πολλοί θερμανθέντες ἀπό τόν Θεῖο ζῆλο, προστρέχουν καί παρακαλοῦν νά κατοικήσουν μαζί του καί τόν ἱκετεύουν νά γίνει ὁδηγός τους στήν κατά Θεόν ζωή».

Στον ἅγιο Θεοδόσιο ἀποδίδονται πολλὰ θαύματα. Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀναφέρεται καὶ τὸ ἑξῆς: Κάποτε ἦρθαν στήν Μονὴ ἑπτὰ νέοι μοναχοί. Τοὺς προέτρεψε ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος νά κατασκευάσουν ἕναν τάφο, τὸν ὁποῖο ἀφοῦ τελείωσαν, δείχνοντας τον ὁ Ὅσιος τοὺς λέει:

«Ἐδῶ εἶναι ὁ τάφος, ποῖος ἀπὸ σᾶς δέχεται να τὸν ἐγκαινίαση; Κάποιος ἀπ’ ὅλους, ὀνόματι Βασίλειος, ὁ ὁποῖος ἦταν συγχρόνως καὶ Ἱερέας ἀλλὰ καὶ «παῖς τοϋ οἰκείου Πατρός, τὸν αὐτὸν τρόπον οὗτος τοὺς τῆς ἀρετῆς χαρακτῆρας τοϋ οἰκείου ἐνετυπώσατο διδασκάλου» δηλ. «παιδί ἀληθινό τοῦ πνευματικοῦ Πατέρα του (δηλ. τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου), ἀφοῦ ἀκολουθοῦσε τόν τρόπο ζωῆς τοῦ διδασκάλου του καί εἶχε ἐντυπώσει ἐπάνω του τά χαρακτηριστικά τῆς ἀρετῆς του» δέχθηκε να ἐγκαινιάσει τὸ τάφο.

«Εὐλογησον δὲ με, ὦ Πάτερ, κάγω, τοῦ τάφου ἐγκαινιαστής γενήσομαι» δηλ. «Εὐλόγησέ με Πατέρα μου καί ἐγώ θά ἐγκαινιάσω τόν τάφο».

Πράγματι ὁ μακάριος ἐκεῖνος Βασίλειος «ἐν εἰρήνη ἐπὶ τὸ αὐτὸ κοιμηθεὶς καὶ ὑπνώσας πρὸς τὸν τῆς δόξης ἐξεδήμησε Κύριον». Ἀπὸ τότε για σαράντα μέρες, ὁ Ἀββᾶς Θεοδόσιος, ἔβλεπε καὶ ἄκουγε αὐτόν, συμπροσευχόμενο καὶ συμψάλλοντα μέ τούς ἄλλους ἀδελφούς, ἐνῶ ἄλλος μοναχὸς τὸν ἄκουγε μόνο να ψάλλει, χωρὶς ὁμως να τὸν βλέπει.

Πολλὰ καὶ ἄλλα θαυμαστὰ ἔκανε καὶ κάνει ὁ ἅγιος Θεοδόσιος, σ’ ἐκείνους, ποὺ ἐπικαλοῦνται αὐτὸν μὲ πίστη στίς προσευχές τους. Ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὴν μνήμην του τὴν 11η Ἰανουαρίου.

Στήν ἡγουμενία διαδέχθηκε τὸν Μέγα Θεοδόσιο ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, ἀπὸ τό γένος τῶν Ἀρμενίων, ὁ ὁποῖος συνέχισε ἐπαξίως τὸ ἔργον τοῦ Μ. Θεοδοσίου. Ποίμανε τὴν Μονὴ για 14 ἔτη καὶ δύο μῆνες, καὶ κοιμήθηκε τὴν 21η Μαρτίου 546, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Ἰουστινιανός.

Τοῦτον διαδέχθηκε στήν ἡγουμενία ὁ Ῥοῦφος, καὶ αὐτὸν ὁ Στρατήγιος, γιά τὸν ὁποῖο ἔλεγαν οἱ μοναχοί, ὁτι εἶχε ἀποκτήσει τρεῖς ἀρετές: «τὸ νηστεύειν πολλά, τὸ ἀγρυπνεϊν πολλά, τὸ ἐργάζεσθαι πολλά», δηλ. «τό νά νηστεύει πολύ, τό νά ἀγρυπνεῖ πολύ καί τό νά ἐργάζεται πολύ».

Τὸν Στρατήγιο διαδέχθηκε στην ἡγουμενία ὁ Καππαδόκης Γεώργιος, καὶ αὐτὸν περίπου τὸ 600 μ.Χ. ὁ περιώνυμος Μόδεστος, ὁ ὁποῖος τὸ 614 εἶδε τὴν ἐρήμωση ἀπὸ τοὺς Πέρσες τῆς Συρίας καὶ τῆς Παλαιστίνης. Εἶδε τὴν Ἱερουσαλὴμ μετὰ τὴν πυρπόληση τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, τὴν λεηλασία τῶν πλείστων Μονῶν, καί τήν σφαγή τῶν 90 χιλιάδων χριστιανῶν. Ἔζησε τὴν αἰχμαλωσία τοῦ γέροντος Πατριάρχου Ζαχαρίου, τὴν ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στά Ἱεροσόλυμα ἀπό τόν αὐτοκράτορα Ἡράκλειο τό 626, (ὅταν τόν ξαναπῆρε ἀπο τούς Πέρσες) καὶ τέλος ἀξιώθηκε νά ἀπολαύση τῆς τιμῆς τοῦ νά διαδεχθεῖ τόν Πατριάρχη Ζαχαρία τόν Θρόνο τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου (καί πρώτου Ἱεράρχου Ἱεροσολύμων).

Σύγχρονος καὶ συμμοναστὴς τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου καὶ τοῦ Ἁγίου Μόδεστου ὑπῆρξε ὁ Ἰωάννης ὁ Μόσχος, ὁ γνωστὸς συγγραφεὺς τοῦ Λειμωνάριου, ποὺ ἐκοιμήθη στην Ῥώμη, ἀλλὰ τὸ σκήνωμά του μεταφέρθηκε καὶ ἐναποτέθηκε στό σπήλαιο τῶν Μάγων.

Οἱ ἄνδρες αὐτοὶ ὑπῆρξαν οἱ ἱδρυτὲς καὶ οἱ στυλοβάτες τῆς Ἱ. Μονῆς τοῦ Ἀββᾶ Θεοδοσίου. Ὅταν αὐτοί ἐξέλειπαν, ἄρχισε να ἐκλείπει καὶ ἡ δόξα αὐτῆς, καὶ ἔκτοτε συνεχίστηκε ἡ βαθμιαία καταπτωση καὶ παρακμή, μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 16ου αἰῶνος, ὁπότε καί διαλύθηκε παντελῶς. Οἱ διάφορες ἐπιδρομές καθώς καί ὁ πανδαμάτωρ χρόνος τήν μετέβαλαν σὲ ἕνα σωρὸ ἐρείπια.

Σύμφωνα μέ ἕνα ὁδοιπορικὸ τοῦ Θ΄αἰῶνος, ἡ Μονὴ τὸ 808 εἶχε 70 μοναχούς. Τότε, ἦταν πού Σαρακηνοὶ ληστές, ἔκαψαν τὴν Μονὴ καὶ ἐφόνευσαν πολλοὺς μοναχούς. Ὅσοι σώθηκαν ἐγκατέλειψαν στήν συνέχεια τήν μονή. Κατὰ τὴν ἴδια περίοδο ὑπέστησαν ἐπιδρομὲς καὶ λεηλασίες καὶ πολλὲς ἄλλες Μονὲς τῆς Παλαιστίνης.

Ἡ Μονὴ τοῦ Ἀββᾶ Θεοδοσίου δεν ἄργησε να ἀνεγερθεῖ καὶ να κατοικηθεῖ καί πάλι ἀπὸ Μοναχούς. Κατὰ τὴν περίοδο τῶν Σταυροφοριῶν, (12ος— 13ος αἰ.), ἡ Μονὴ ἄκμαζε. Παρὰ τὴν ἀκμὴ καὶ τὸ ἔνδοξο ἱστορικὸ καὶ θρησκευτικὸ παρελθὸν της, ἐν τούτοις ὑπέστη καὶ αὐτή τὴν ἐπιδράση-διωγμό τῶν Λατίνων, ὡς καὶ οἱ ἄλλες Μονὲς τῆς Παλαιστίνης.

Ἀπὸ τὸ 1250 — 1500 οἱ περὶ τῆς Μονῆς ἱστορικὲς εἰδήσεις εἶναι ἐλάχιστες καί συγκεχυμένες. Τὸ βέβαιο εἶναι, ὅτι διατηρήθηκε, ἀλλὰ μὲ μεγάλη πτώχεια, καὶ ὡς ἐκ θαύματος διασώθηκε μέχρι τὸ ἔτος 1881, ὄχι ὡς Μονὴ λειτουργοῦσα, ἀλλὰ ὡς διαλυμένη καὶ ὡς χῶρος ἀγροτικὸς στα χέρια τῶν ντόπιων.

















Τὸ ἅγιο καὶ σεμνὸ τοῦ τόπου, καθώς καί τό ἔνδοξο παρελθόν τῆς Μονῆς διήγειρε τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν προσοχὴ τοῦ τότε Σχολάρχου τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, Φωτίου Ἀλεξανδρίδη. Αὐτός κατὰ τόν μῆνα Αὔγουστο τοῦ ἔτους 1881 ἀγόρασε τὸ θεῖο ἄντρο(Σπήλαιο) τῶν Μάγων ἀπὸ κάποιον Σκηνίτη, Γιοῦσεφ Ἰμπν Λατίπ, μαζί μέ τήν ὑπόλοιπη περιοχή τῶν ἐρειπίων τῆς παλαιᾶς Μονῆς. Τὸ 1896 τὴν 11ην Ἰανουαρίου, ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου, τέθηκαν τὰ θεμέλια τῆς νέας Μονῆς, ὑπὸ τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Κυροῦ Γερασίμου τοῦ Α.'

Σημειωτέον, ὁτι ἡ σημερινὴ Μονὴ δεν ἰδρύθηκε ἀκριβῶς ἐπὶ τῶν παλαιῶν ἐρειπίων, ἀφοῦ σύμφωνα μέ συγκεκριμένα στοιχεῖα ἡ παλαιὰ εἶχε μεγαλύτερη ἔκταση.

Στην περιοχή τῆς σημερινῆς Μονῆς συμπεριελήφθησαν τὰ κυριότερα μέρη τῆς ἀρχαίας, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸ σπήλαιον τῶν Μάγων, μαζί μέ τήν ἐπάνω σ’ αὐτό ἐρειπωμένη Ἐκκλησία, κάποια ἄλλη Ἐκκλησία, ἴσως παλαιότερη, κάποιες δεξαμενές, κ.λ.π..

Κατὰ τοὺς νεωτέρους χρόνους ἡγουμένευσαν στή Μονή πολλοὶ ἁγιοταφίτες Κληρικοί, μεταξὺ τῶν ὁποίων: α) ἀπὸ τοῦ ἔτους 1900 — 1950 ὁ ἐκ Κρήτης μοναχὸς Λεόντιος, ὁ ὁποῖος ἀνήγειρε τὸ σημερινὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς (κεντρικὸ Ναό), ἀνακάλυψε καὶ ἀνακαίνισε τὸ Σπήλαιο τῶν τριῶν Μάγων, ἀγόρασε πέριξ τῆς Μονῆς ἔκταση περίπου 400 στρεμμάτων, καὶ γενικὼς ἀνάλωσε τὴν ζωὴ του γιά τήν Μονή.

Μετὰ τὸν μοναχὸ Λεόντιο ἡγουμένευσε ὁ Μαδάβων Βαρθολομαῖος, ἀπὸ τοῦ 1951—1976. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἡγουμενίας τοῦ Μαδάβων Βαρθολομαίου, ἡγουμένευσαν προσωρινὼς καί οἱ ἑξῆς: α) ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ὑάκινθος, ἐκ Σάμου ἀπὸ 1.12.1964 ἕως 1.8.1967. β)ὁ Ἀρχιμανδρίτης Φιλούμενος ἐκ Κύπρου, ἀπὸ 12.8.1967 ἕως 18.8.1970, ὁ μετέπειτα Νεομάρτυς τοῦ Φρέατος τοῦ Ἰακώβ, Ἅγιος Φιλούμενος (Βλέπε σχετικές ἀναρτήσεις μας) καὶ γ)ὁ Πρωτοσύγκελλος Φίλιππος, ἀπὸ 18.8.1970 ἕως 16.6. 1972. Ἔκτοτε καὶ πάλι παρέμεινε ἡγούμενος ὁ Μαδάβων Βαρθολομαῖος μέχρι τὸν μῆνα Αὔγουστο τοῦ 1976 ὁπότε κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ, καὶ τοῦ ὁποίου ὁ τάφος εὑρίσκεται πλησίον τοῦ Καθολικοῦ.

Ὁ σημερινὸς ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μ. τοῦ Ἀββᾶ Θεοδοσίου, Ἀρχιμανδρίτης π. Ἱερόθεος Σηφάκης, γόνος τῆς Κρητικῆς Ἐκκλησίας, διακρίνεται ὄχι μόνον διὰ τὴν εὐσέβεια καὶ εὐγένεια, ἀλλὰ καὶ γιά τὸν μεγάλο του ζῆλο ὑπὲρ τῶν Ἱερῶν Προσκυνημάτων τῆς Παλαιστίνης, Γνωρίζει καλὰ τὴν Ἀραβικὴ γλῶσσα. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, μὲ τὴν εἰσηγήσῃ τοῦ Μακαριωτάτου Πατριάρχου τὸν ἐξέλεξε καὶ τόν διόρισε ὁμοφώνως Ἡγούμενο «ἐπὶ ζωῆς» τῆς Ἱ. Μονῆς τοῦ Ἀββᾶ Θεοδοσίου. Ὁ πόθος ὅλων μας εἶναι νά καταστεῖ πάλι ἡ Μονή πνευματικός Φάρος τῆς Ὀρθοδοξίας στήν περιοχή τῆς Παλαιστίνης.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου